Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρμόζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αρμό|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [arˈmɔzɔ] VERB μεταβ (συνδέω)

αρμόζω σε
anpassen an +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский