Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποχή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποχή [apɔˈçi] SUBST θηλ

1. αποχή (εγκράτεια):

αποχή από
Verzicht αρσ auf +αιτ
αποχή από αλκοόλ
λευκή αποχή
Sit-in ουδ

2. αποχή (από εκλογές):

αποχή
Enthaltung θηλ
θετική αποχή EE

απόχη [aˈpɔçi] SUBST θηλ

1. απόχη:

Kescher αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский