Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποξενωμενοσ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απομονωμέν|ος <-η, -ο> [apɔmɔnɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (χωριό)

αποξενώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [apɔksɛˈnɔnɔ] VERB μεταβ

αποκαμωμέν|ος <-η, -ο> [apɔkamɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

αποστεωμέν|ος <-η, -ο> [apɔstɛɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. αποστεωμένος (αδυνατισμένος):

2. αποστεωμένος μτφ (αντιλήψεις):

αποστειρωμέν|ος <-η, -ο> [apɔstirɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

2. αποστειρωμένος μτφ (απομονωμένος):

αποξένωσ|η <-εις> [apɔˈksɛnɔsi] SUBST θηλ

αποξεχ|νώ <-νάς, -ασα> [apɔksɛxˈnɔ] VERB μεταβ

αποξερ|αίνω <-ανα, -άθηκα, -αμένος> [apɔksɛˈrɛnɔ] VERB μεταβ

1. αποξεραίνω (ξεραίνω):

Trockenobst ουδ ενικ

2. αποξεραίνω (ειδικά πηγάδι, λίμνη):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский