Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απονομή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απονομή [apɔnɔˈmi] SUBST θηλ

1. απονομή (βραβείου, παρασήματος, τίτλου):

απονομή
Verleihung θηλ

2. απονομή (χάριτος):

απονομή
Gewährung θηλ

3. απονομή (προνόμιου):

απονομή
Zugestehen ουδ

4. απονομή ΝΟΜ:

Παραδειγματικές φράσεις με απονομή

απονομή θηλ της δικαιοσύνης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский