Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απονευρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απονευρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [apɔnɛˈvrɔnɔ] VERB μεταβ

1. απονευρώνω (δόντι):

απονευρώνω κάτι

2. απονευρώνω μτφ (εξασθενίζω):

απονευρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский