Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απονεκρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . απονεκρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [apɔnɛˈkrɔnɔ] VERB μεταβ και μτφ

απονεκρώνω

II . απονεκρώνομαι VERB αυτοπ ρήμα και μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский