Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απομωραίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . απομωρ|αίνω <-ανα, -άθηκα, -αμένος> [apɔmɔˈrɛnɔ] VERB μεταβ (αποβλακώνω)

απομωραίνω

II . απομωραίνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский