Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποναρκώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποναρκώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [apɔnarˈkɔnɔ] VERB μεταβ

1. αποναρκώνω (για εγχείρηση):

αποναρκώνω

2. αποναρκώνω μτφ (αποκοιμίζω):

αποναρκώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский