Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποξεραίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποξερ|αίνω <-ανα, -άθηκα, -αμένος> [apɔksɛˈrɛnɔ] VERB μεταβ

1. αποξεραίνω (ξεραίνω):

αποξεραίνω
Trockenobst ουδ ενικ

2. αποξεραίνω (ειδικά πηγάδι, λίμνη):

αποξεραίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский