Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποστειρωμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποστειρωμέν|ος <-η, -ο> [apɔstirɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. αποστειρωμένος:

αποστειρωμένος

2. αποστειρωμένος μτφ (απομονωμένος):

αποστειρωμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский