Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποστέλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απ|οστέλλω [apɔˈstɛlɔ], απ|οστέλνω [apɔˈstɛlnɔ] <-όστειλα [ή -έστειλα], -οστάλθηκα, -οσταλμένος> VERB μεταβ

1. αποστέλλω (ταχυδρομώ):

αποστέλλω

2. αποστέλλω (στέλνω):

αποστέλλω κάτι σε κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με αποστέλλω

αποστέλλω κάτι σε κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский