Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποστεωμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποστεωμέν|ος <-η, -ο> [apɔstɛɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. αποστεωμένος (αδυνατισμένος):

αποστεωμένος

2. αποστεωμένος μτφ (αντιλήψεις):

αποστεωμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский