Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποβίβαση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποβίβασ|η <-εις> [apɔˈvivasi] SUBST θηλ

1. αποβίβαση ΝΑΥΣ (επιβατών):

αποβίβαση
Ausschiffung θηλ

2. αποβίβαση ΝΑΥΣ (εμπορευμάτων):

αποβίβαση
Löschung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский