Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απόβαρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απόβαρο [aˈpɔvarɔ] SUBST ουδ

απόβαρο
Tara θηλ
μικτό απόβαρο
Bruttotara θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με απόβαρο

μικτό απόβαρο
Bruttotara θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский