Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποβάλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποβ|άλλω <-αλα, -λήθηκα, -λημένος> [apɔˈvalɔ] VERB μεταβ

1. αποβάλλω (ρίχνω από πάνω μου):

αποβάλλω

2. αποβάλλω (ρούχα, συνήθεια):

αποβάλλω

3. αποβάλλω (γυναίκα: κάνω αποβολή):

αποβάλλω

4. αποβάλλω (μαθητή: από σχολείο):

αποβάλλω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский