Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανεξαρτητοποιούμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανεξαρτητοποι|ούμαι <-ήθηκα, -ημένος> [anɛksartitɔpiˈumɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. ανεξαρτητοποιούμαι (άτομο):

ανεξαρτητοποιούμαι

2. ανεξαρτητοποιούμαι (κράτος, οργάνωση):

ανεξαρτητοποιούμαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский