Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανεξακρίβωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανεξακρίβωτ|ος <-η, -ο> [anɛksaˈkrivɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. ανεξακρίβωτος (που δεν εξακριβώθηκε):

ανεξακρίβωτος

2. ανεξακρίβωτος (ανεπιβεβαίωτος):

ανεξακρίβωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский