Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανεξαιρέτως“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανεξαιρέτως [anɛksɛˈrɛtɔs], ανεξαίρετα [anɛˈksɛrɛta] ΕΠΊΡΡ

ανεξαιρέτως

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский