Ελληνικά » Γερμανικά

ανάχωμα [aˈnaxɔma] SUBST ουδ

1. ανάχωμα (γενικά):

Wall αρσ

2. ανάχωμα (σε θάλασσα ή ποταμό):

Deich αρσ
Rückstaudamm αρσ

αναμασήματα [anamaˈsimata] SUBST ουδ πλ

καμώματα [kaˈmɔmata] SUBST ουδ πλ

Getue ουδ ενικ

αυτόματα [afˈtɔmata] ΕΠΊΡΡ

χαράματα [xaˈramata] SUBST ουδ πλ

τρεχάματα [trɛˈxamata] SUBST ουδ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский