Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναχωρώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναχωρ|ώ <-είς, -ησα> [anaxɔˈrɔ] VERB αμετάβ

1. αναχωρώ (για ταξίδι):

αναχωρώ

2. αναχωρώ (με όχημα ή πλοίο):

αναχωρώ

3. αναχωρώ (με αεροπλάνο):

αναχωρώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский