Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναρρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναρρώ|νω <-σα> [anaˈrɔnɔ] VERB αμετάβ

1. αναρρώνω (συνέρχομαι από αρρώστια):

αναρρώνω

2. αναρρώνω (ανακτώ τις δυνάμεις μου):

αναρρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский