Ελληνικά » Γερμανικά

αναρτ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [anarˈtɔ] VERB μεταβ

αναρτώ
αναρτώ ΔΙΑΔ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский