Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανάρτηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανάρτησ|η <-εις> [aˈnartisi] SUBST θηλ

1. ανάρτηση (κρέμασμα):

ανάρτηση
Aufhängen ουδ

2. ανάρτηση (μηχανήματος):

ανάρτηση
Aufhängung θηλ
ανάρτηση καρντάν
ανάρτηση καρντάν

3. ανάρτηση (στο αυτοκίνητο):

ανάρτηση
Federung θηλ ενικ

Παραδειγματικές φράσεις με ανάρτηση

ανάρτηση καρντάν

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский