Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αναιρεσείων , αναιρετικός , αναιρέσιμος και αναιρεσίβλητος

αναιρεσείων (αναιρεσείουσα) [anɛrɛˈsiɔn, anɛrɛˈsiusa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) ΝΟΜ

αναιρέσιμ|ος <-η, -ο> [anɛˈrɛsimɔs] ΕΠΊΘ

1. αναιρέσιμος (ισχυρισμός):

2. αναιρέσιμος (δικαστική απόφαση):

αναιρετικ|ός <-ή, -ό> [anɛrɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ ΝΟΜ

αναιρεσίβλητ|ος (-η) [anɛrɛˈsivlit|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский