Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναίρεση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναίρεσ|η <-εις> [aˈnɛrɛsi] SUBST θηλ

1. αναίρεση (ανατροπή ισχυρισμού):

αναίρεση
Widerlegung θηλ

2. αναίρεση ΝΟΜ (μέσο για ακύρωση δικαστικής απόφασης):

αναίρεση
Berufung θηλ
αναίρεση
Revision θηλ
κάνω αναίρεση

3. αναίρεση ΝΟΜ (ακύρωση δικαστικής απόφασης):

αναίρεση
Kassation θηλ

4. αναίρεση (απρομελέτητη ανθρωποκτονία):

αναίρεση
Totschlag αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με αναίρεση

κάνω αναίρεση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский