Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναιρώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναιρ|ώ <-είς, -εσα, -έθηκα, -εμένος> [anɛˈrɔ] VERB μεταβ

1. αναιρώ (ισχυρισμό):

αναιρώ

2. αναιρώ (το λόγο μου):

αναιρώ

3. αναιρώ ΝΟΜ (απόφαση):

αναιρώ

4. αναιρώ ΝΟΜ (σκοτώνω απρομελέτητα):

αναιρώ

Παραδειγματικές φράσεις με αναιρώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский