Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναιρεσίβλητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναιρεσίβλητ|ος (-η) [anɛrɛˈsivlit|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) ΝΟΜ

αναιρεσίβλητος (-η)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский