Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμοιβαιότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμοιβαιότητα [amivɛˈɔtita] SUBST θηλ

1. αμοιβαιότητα:

αμοιβαιότητα
συμφωνία θηλ αμοιβαιότητας ΝΟΜ, ΟΙΚΟΝ

2. αμοιβαιότητα ΜΑΘ:

αμοιβαιότητα
Reziprozität θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με αμοιβαιότητα

αμοιβαιότητα θηλ των αξιώσεων ΝΟΜ
ασφάλιση με αμοιβαιότητα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский