Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμοιβή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμοιβή [amiˈvi] SUBST θηλ

1. αμοιβή (μισθός):

αμοιβή
Lohn αρσ
υπερωριακή αμοιβή

2. αμοιβή (πληρωμή υπηρεσίας, εργασίας):

αμοιβή
Honorar ουδ
εφάπαξ αμοιβή
αμοιβή ηθοποιού
Gage θηλ

3. αμοιβή (ανταμοιβή):

αμοιβή
Belohnung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με αμοιβή

Zusatzlohn αρσ
εφάπαξ αμοιβή
αμοιβή ηθοποιού
Gage θηλ
πρόσθετη αμοιβή
Zusatzlohn αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский