Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακόλουθος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ακόλουθ|ος <-η, -ο> [aˈkɔluθɔs] ΕΠΊΘ

ακόλουθος

II . ακόλουθ|ος [aˈkɔluθɔs] SUBST αρσ

1. ακόλουθος (υπηρέτης):

ακόλουθος
Diener αρσ

2. ακόλουθος ΠΟΛΙΤ (σε πρεσβεία):

ακόλουθος
Attaché αρσ
εμπορικός ακόλουθος
μορφωτικός ακόλουθος
στρατιωτικός ακόλουθος

Παραδειγματικές φράσεις με ακόλουθος

εμπορικός ακόλουθος
μορφωτικός ακόλουθος
στρατιωτικός ακόλουθος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский