Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακόλαστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακόλαστ|ος <-η, -ο> [aˈkɔlastɔs] ΕΠΊΘ

1. ακόλαστος (ζωή, άνθρωπος):

ακόλαστος

2. ακόλαστος (ματιά):

ακόλαστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский