Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ακοινωνησία , ακοινώνητος , κοινωνός , κοινωνία , αφρογέννητη και ακοινοποίητος

ακοινώνητ|ος <-η, -ο> [aciˈnɔnitɔs] ΕΠΊΘ

1. ακοινώνητος (που αποφεύγει παρέα):

2. ακοινώνητος ΘΡΗΣΚ:

ακοινωνησία [acinɔniˈsia] SUBST θηλ

κοινωνία [cinɔˈnia] SUBST θηλ

2. κοινωνία ΘΡΗΣΚ:

Abendmahl ουδ
Kommunion θηλ

κοινωνός [cinɔˈnɔs] SUBST mf

Teilhaber(in) αρσ (θηλ)

αφρογέννητη [afrɔˈjɛniti] SUBST θηλ (Αφροδίτη)

ακοινοποίητ|ος <-η, -ο> [acinɔˈpiitɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский