Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακοίμητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακοίμητ|ος <-η, -ο> [aˈcimitɔs] ΕΠΊΘ

1. ακοίμητος (άυπνος):

ακοίμητος

2. ακοίμητος (που επαγρυπνεί):

ακοίμητος

Παραδειγματικές φράσεις με ακοίμητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский