Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αιχμαλωτίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αιχμαλωτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛxmalɔˈtizɔ] VERB μεταβ

1. αιχμαλωτίζω (πιάνω αιχμάλωτο):

αιχμαλωτίζω

2. αιχμαλωτίζω μτφ (την προσοχή κάπιου):

αιχμαλωτίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский