Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αιφνιδιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αιφνιδιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛfniðiˈazɔ] VERB μεταβ

αιφνιδιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский