Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αιτώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αιτ|ώ <-είς, -ησα> [ɛˈtɔ] VERB μεταβ

αιτώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский