Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αιχμή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αιχμή [ɛxˈmi] SUBST θηλ

1. αιχμή (μυτερή άκρη):

αιχμή
Spitze θηλ
Hauptverkehrszeit θηλ ενικ
Hightech ουδ

2. αιχμή μτφ (μπηχτή):

αιχμή
Seitenhieb αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский