Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αλεξία , δεξιά , άδεια , καχεξία , αδέρφια και αδέξιος

άδεια [ˈaðia] SUBST θηλ

1. άδεια (παροχή δικαιώματος):

Erlaubnis θηλ
Lizenz θηλ
Alleinlizenz θηλ
Handelslizenz θηλ
Gewerbeschein αρσ
Führerschein αρσ
Jagdschein αρσ
Waffenschein αρσ

αλεξία [alɛˈksia] SUBST θηλ ΙΑΤΡ

αδέξι|ος <-α, -ο> [aˈðɛksiɔs] ΕΠΊΘ

αδέρφια [aˈðɛrfça] SUBST ουδ πλ

καχεξία [kaçɛˈksia] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский