Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδεία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άδεια [ˈaðia] SUBST θηλ

1. άδεια (παροχή δικαιώματος):

Erlaubnis θηλ
Lizenz θηλ
Alleinlizenz θηλ
Handelslizenz θηλ
Gewerbeschein αρσ
Führerschein αρσ
Jagdschein αρσ
Waffenschein αρσ
ποιητική αδεία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский