Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χορήγηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χορήγησ|η <-εις> [xɔˈrijisi] SUBST θηλ

1. χορήγηση:

χορήγηση
Gewährung θηλ
χορήγηση
Erteilung θηλ
χορήγηση άδειας
χορήγηση δανείου
χορήγηση πίστωσης

2. χορήγηση ΙΑΤΡ (φαρμάκου):

χορήγηση
Darreichung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με χορήγηση

χορήγηση θηλ άδειας
χορήγηση θηλ δανείου
χορήγηση θηλ πίστωσης
χορήγηση άδειας
χορήγηση δανείου
χορήγηση πίστωσης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский