Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άτιμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άτιμ|ος <-η, -ο> [ˈatimɔs] ΕΠΊΘ

1. άτιμος (άνθρωπος):

άτιμος

2. άτιμος (πράξη):

άτιμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский