Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ατιμάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ατιμά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [atiˈmazɔ] VERB μεταβ

ατιμάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский