Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ατιμία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ατιμία [atiˈmia] SUBST θηλ

1. ατιμία (έλλειψη αξιοπρέπειας):

ατιμία
Ehrlosigkeit θηλ

2. ατιμία (καταισχύνη):

ατιμία
Schande θηλ

3. ατιμία (πράξη):

ατιμία
Schandtat θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский