Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ατίμητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ατίμητ|ος <-η, -ο> [aˈtimitɔs] ΕΠΊΘ (ανυπολόγιστης αξίας)

ατίμητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский