Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άπιαστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άπιαστ|ος <-η, -ο> [ˈapçastɔs] ΕΠΊΘ

1. άπιαστος (που δεν τον έπιασαν):

άπιαστος

2. άπιαστος (ειδικά εγκληματία):

άπιαστος

3. άπιαστος (απραγματοποίητος):

άπιαστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский