Ελληνικά » Γερμανικά

μαυρικιαν|ός <-ή, -ό> [mavriciaˈnɔs] ΕΠΊΘ

Μαυρικιαν|ός (-ή) [mavriciaˈn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

μαυροράπανο [mavrɔˈrapanɔ] SUBST ουδ

Μαυρίκιος [maˈvriciɔs] SUBST αρσ

μαύρισμα [ˈmavrizma] SUBST ουδ

1. μαύρισμα (το να μαυρίσει κανείς κάτι):

Schwärzen ουδ

2. μαύρισμα (το να γίνει κάτι μαύρο):

Schwarzwerden ουδ

μαυριδερ|ός <-ή, -ό> [mavriðɛˈrɔs] ΕΠΊΘ

Μαυριτανία [mavritaˈnia] SUBST θηλ

Μαυριταν|ός (-ή) [mavritaˈn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

μαυριτανικ|ός <-ή, -ό> [mavritaniˈkɔs], μαυριτάνικ|ος [mavriˈtanikɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский