Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: κοπριά , κυπριακός και κυρία

κυρία [ciˈria] SUBST θηλ

2. κυρία (πριν από όνομα):

Frau X

κυπριακ|ός <-ή, -ό> [cipriaˈkɔs] ΕΠΊΘ

κοπριά [kɔpriˈa] SUBST θηλ

1. κοπριά (περιττώματα):

Mist αρσ

2. κοπριά (λίπασμα):

Dünger αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский