Ελληνικά » Γερμανικά

κυοφορ|ώ <-είς, -ησα> [ciɔfɔˈrɔ] VERB μεταβ μτφ (κίνδυνο κτλ)

κυοφορώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский