Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „Κυπριώτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

Κυπριώτης (Κυπριώτισσα) [cipriˈɔtis, cipriˈɔtisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Κυπριώτης (Κυπριώτισσα)
Zypriot(in) αρσ (θηλ)
ένας Κυπριώτης ποιητής

Παραδειγματικές φράσεις με Κυπριώτης

ένας Κυπριώτης ποιητής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский