Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ruhen και rufen

II . rufen <ruft, rief, gerufen> [ˈruːfən] VERB αμετάβ

ruhen [ˈruːən] VERB αμετάβ

2. ruhen (von Arbeit, Verkehr):

3. ruhen (von Waffen):

4. ruhen ΝΟΜ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский